θεοδόλιχος

θεοδόλιχος
Τοπογραφικό όργανο κατάλληλο για τη μέτρηση, με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια, των αζιμουθιακών και ζενιθιακών γωνιών, που είναι απαραίτητες για τον τριγωνισμό, δηλαδή τον προσδιορισμό της θέσης σημείων της γήινης επιφάνειας, τα οποία έχουν επιλεγεί γι’ αυτόν τον σκοπό. Ανάλογα με την έκταση της εξεταζόμενης ζώνης, ο τριγωνισμός μπορεί να είναι γεωδαιτικός, αν επεκτείνεται σε ένα μεγάλο τμήμα της γήινης επιφάνειας με ακτίνα 100-200 χλμ. και έχει σκοπό τη γεωγραφική χαρτογράφηση της περιοχής και τοπογραφικός, όταν έχει μικρότερη έκταση, με ακτίνες της τάξης των 20-25 χλμ. και με προορισμό να χρησιμεύσει ως δίκτυο στήριξης για την αποτύπωση του εδάφους και των ιδιομορφιών του. Η αποτύπωση αυτή είναι χρήσιμη στις μελέτες σχεδίων οδών, σιδηροδρομικών γραμμών, διωρύγων, σηράγγων κλπ. Είτε στον γεωδαιτικό τριγωνισμό είτε στον τοπογραφικό, τα σημεία γήινης επιφάνειας επιλέγονται (σημεία στήριξης) και συνδέονται μεταξύ τους ώστε να σχηματίζουν ένα δίκτυο ή μια αλυσίδα τριγώνων, καθένα από τα οποία έχει μια κοινή πλευρά με το προηγούμενο. Ο θ. αποτελείται από μια βάση που στηρίζεται σε τρεις κοχλίες στάθμης, από έναν αζιμουθιακό βαθμονομημένο κύκλο και από μία περόνη η οποία περιστρέφεται γύρω από έναν κάθετο άξονα, εφοδιασμένη με έναν δείκτη που μετακινείται πάνω σε αζιμουθιακό κύκλο· αυτός χρησιμεύει για να μετρά τις γωνίες περιστροφής της περόνης, από δύο στηρίγματα στερεωμένα πάνω της, στα οποία στηρίζονται οι πίροι ενός τηλεσκοπίου που περιστρέφεται γύρω από έναν οριζόντιο άξονα. Η βάση στηρίζεται σε τρίποδο με ρυθμιζόμενα πόδια, ενώ από το κέντρο της κρέμεται νήμα στάθμης ώστε να είναι σαφές το ακριβές σημείο του εδάφους πάνω από το οποίο βρίσκεται ο θ. Στο τηλεσκόπιο είναι τοποθετημένος ένας βαθμονομημένος ζενιθιακός κύκλος, πάνω στον οποίο, με έναν δείκτη στερεωμένο στην περόνη, γίνεται η ανάγνωση των γωνιών περιστροφής του τηλεσκοπίου. Κατάλληλοι κοχλίες πίεσης, όταν είναι αναγκαίο, στερεώνουν μεταξύ τους τα διάφορα τμήματα του οργάνου. Μικρές μετακινήσεις της περόνης και του τηλεσκοπίου μπορούν να εκτελεστούν με μικρομετρητικούς κοχλίες. Οι αναγνώσεις πάνω στους βαθμονομημένους κύκλους των γωνιών αζιμουθιακής και ζενιθιακής μετακίνησης γίνονται με βερνιέρους ή με μικροσκόπια ή, στους ακριβέστερους θ., με συστήματα μικρομετρικών κοχλιών. Επιπλέον, ο θ. διαθέτει μία ή περισσότερες στάθμες για την επιπέδωση του οργάνου με τους ρυθμιστικούς κοχλίες, ώσπου ο άξονας περιστροφής της περόνης να είναι κατακόρυφος είτε ο άξονας σκόπευσης του τηλεσκοπίου να είναι κάθετος προς τον άξονα περιστροφής της περόνης. Αριστερά, σχηματική παράσταση θεοδόλιχου: 1) βάση· 2) κοχλίες στάθμης· 3) αζιμουθιακός βαθμονομημένος κύκλος· 4) δείκτης ανάγνωσης· 5) περόνη στήριξης· 6) τηλεσκόπιο σκόπευσης· 7) βαθμονομημένος ζενιθιακός κύκλος· 8) στάθμη· xx) άξονας περιστροφής της περόνης· yy) άξονας περιστροφής του τηλεσκόπιου· zz) άξονας σκόπευσης. Δεξιά, φωτογραφία ενός θεοδόλιχου.
* * *
ο και θεοδόλιχο, το
(γεωδ.) φορητό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων και κατακόρυφων γωνιών ή αζιμουθιακών και ζενιθιαίων αποστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένη απόδοση στην ελλ. αντιδάνειας λ., πρβλ. γαλλ. theodolithe < the- (πρβλ. θέα) + -odo- (πρβλ. οδός) + -lithe (πρβλ. λίθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεοδόλιχος — θεοδόλιχος, ο και θεοδολίδιο, το αστρονομικό όργανο για τη μέτρηση γεωδαιτικοαστρονομικών προσδιορισμών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεωδαισία — Η επιστήμη που ασχολείται με τον προσδιορισμό του σχήματος και τη μέτρηση των διαστάσεων της Γης. Η γ. έχει αναπτυχθεί βασικά σε δύο κλάδους: έναν θεωρητικό, που εξετάζει τη μορφή της Γης στο σύνολό της σε συνάρτηση με τους εσωτερικούς και τους… …   Dictionary of Greek

  • παραλλακτικός — ή, ό / παραλλακτικός, ή, όν, ΝΑ [παραλλάσσω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παράλλαξη ή αυτός που αρμόζει στην παράλλαξη νεοελλ. φρ. α) «παραλλακτικό βάθρο» ειδικός τρόπος στήριξης διόπτρας ή τηλεσκοπίου για αστρονομικές παρατηρήσεις για να… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

  • υψομετρικός — και υψιμετρικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υψομετρία ή στο υψόμετρο 2. φρ. α) «υψομετρικά όργανα» (τοπογρ.) γενική ονομασία τών οργάνων που χρησιμοποιούνται στην υψομετρία, όπως είναι το βαρόμετρο, ο χωροβάτης, ο θεοδόλιχος… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακή διόπτρα — (Αστρον.). Αστρονομικό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό της θέσης ενός ουράνιου σώματος στις συντεταγμένες του ορίζοντα: ύψος και αζιμούθιο. Η διόπτρα του οργάνου μπορεί να μετατοπίζεται κατά μήκος δύο αξόνων, ενός οριζόντιου και… …   Dictionary of Greek

  • αζιμουθιακός κύκλος — (Αστρον.). Γεωδαιτικό όργανο που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση οριζόντιων γωνιών (αζιμούθια). Οι γωνίες καθορίζονται από το σημείο στάσης του οργάνου και από δύο σημεία του εδάφους. Το όργανο αποτελείται από δύο κύρια μέρη, τη σκοπευτική διόπτρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”